ψαθάκι — το υποκορ. του ψάθα, μικρό ψάθινο καπέλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγιασόν — το άκλ. 1. ψάθα 2. συνεκδ. ψάθινο καπέλο, ψαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. paillasson < paille «ψάθα»] … Dictionary of Greek
πετάσιον — τὸ, Α [πέτασος] μικρός πέτασος, καπελάκι ή ψαθάκι … Dictionary of Greek
τριτσί — το, Ν ψάθινο καπέλο, ψαθάκι … Dictionary of Greek
ψαθί — I Λέγεται και Ψαθό. Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, κοντά στο νησί Γάιδαρος. Με το ίδιο όνομα υπάρχει ύφαλος στα Κουφονήσια (Κρήτη). II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ.), στην πρώην επαρχία Μεγαλόπολης, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον… … Dictionary of Greek
Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… … Dictionary of Greek